- φανοστάτης
- φανοφόρος ο фонарный столб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φανοστάτης — ο, Ν τεχνολ. στύλος στον οποίο στηρίζεται ή είναι προσαρμοσμένος φανός φωτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + στάτης (< θ. στᾰ τού ἵστημι), πρβλ. θερμο στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Α. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek
φανοστάτης — ο ξύλινος ή σιδερένιος στύλος, που στο πάνω μέρος του είναι στερεωμένο φανάρι για το φωτισμό δρόμων, πλατειών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)